χορευτά

χορευτά
Ν
επίρρ. κατά τρόπο χορευτικό, με ρυθμό («περπατούσε χορευτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από το ρ. χορεύω, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματικού επιθ. *χορευτός (πρβλ. ζηλευτός: ζηλευτά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χορευτά — χορευτά̱ , χορευτής choral dancer masc nom/voc/acc dual χορευτής choral dancer masc voc sg χορευτής choral dancer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτά — επίρρ. τροπ., με βήμα χορευτικό, κατά τον τρόπο των χορευτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορευτάς — χορευτά̱ς , χορευτής choral dancer masc acc pl χορευτά̱ς , χορευτής choral dancer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτάν — χορευτά̱ν , χορευτής choral dancer masc acc sg (epic doric aeolic) χορευτής choral dancer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτικός — ή, ό / χορευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό (α. «χορευτικό συγκρότημα» β. «σχήματα παντεῑα..., μετ ὀλίγον δὲ χορευτικά», Λουκιαν.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χορευτικά οι χορογραφίες. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”